παρορχούμαι

παρορχούμαι
-έομαι, Α [ορχούμαι]
δεν χορεύω σωστά, παριστάνω κάτι χορευτικώς κατά τρόπο εσφαλμένο («τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῑτο», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”